ἀγαμένως

ἀγαμένως
ἄγαμαι
wonder
pres part mp masc acc pl (doric)
ἀγᾱμένως , ἀγάομαι
admiring
pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic)
ἀγᾱμένως , ἀγάω
pres part mp masc acc pl (doric)
ἀγᾱμένως , ἀγάζω
exalt overmuch
fut part mid masc acc pl (doric)
ἀγαμένως
with admiration
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγαμένως — ἀγαμένως επίρρ. (Α) με θαυμασμό ή με σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάμενος, μτχ. του ρ. ἄγαμαι] …   Dictionary of Greek

  • άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”